πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε … Dictionary of Greek
Γουέστμινστερ — (Westminster). Περιοχή του Λονδίνου. Ορίζεται ανατολικά από το κέντρο του Λονδίνου, δυτικά από τις συνοικίες Τσέλσι και Κένσινγκτον και νότια από τον ποταμό Τάμεση. Είναι το πλουσιότερο και το μεγαλοπρεπέστερο κέντρο του Λονδίνου, στο οποίο… … Dictionary of Greek
Γούστερ — (Worcester).Πόλη (95.900 κάτ. το 2000) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της κομητείας Γούστερσαϊρ (Worcestershire, 1.761 τ. χλμ., 541.400 κάτ. το 2000). Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σέβερν, σε απόσταση 35 χλμ. από το Μπέρμιγχαμ. Η πόλη… … Dictionary of Greek
Έλιοτ, Τζορτζ — (George Elliot, Άρμπερι Φαρμ, Γουορικσάιρ 1819 – Τσέλσι, Λονδίνο 1880). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας συγγραφέως Μέρι Αν Έβανς (Mary Ann Evans). Πέρασε τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά της χρόνια στο Γουορικσάιρ –όπου διαδραματίζονται πολλά… … Dictionary of Greek
Κάμπιον, Τζέιν — (Jane Campion, Γουέλινγκτον 1954 –). Νεοζηλανδή σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ο πατέρας της ήταν σκηνοθέτης του θεάτρου και της όπερας και η μητέρα της ηθοποιός και συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Βικτόρια του Γουέλινγκτον και στη συνέχεια… … Dictionary of Greek
Κόσοφ, Λέον — (Leon Kossoff, Λονδίνο 1926 –). Άγγλος ζωγράφος και σχεδιαστής. Αποφοίτησε από το κολέγιο τέχνης Σεντ Μάρτινς το 1953 και από το Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης το 1956. Την περίοδο 1959 64 δίδαξε στη σχολή τέχνης του Τσέλσι και την περίοδο 1969 72 στο… … Dictionary of Greek
Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… … Dictionary of Greek
Μαντσίνι — (Mancini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της γαλλικής αυλής με καταγωγή από τη Ρώμη, γνωστή κυρίως χάρη στις περίφημες πέντε αδελφές M., ανιψιές του καρδινάλιου Μαζαρέν. 1. Λάουρα (Laura, Ρώμη 1636 – Παρίσι 1657). Δούκισσα του Μερκέρ. Ήταν σύζυγος… … Dictionary of Greek
Μαρτινίδης, Πέτρος — (Θεσσαλονίκη 1946 –). Αρχιτέκτονας και λογοτέχνης. Αποφοίτησε από την αρχιτεκτονική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και συνέχισε με μεταπτυχιακά στην ψυχολογία και την λογοτεχνία στο Παρίσι. Απέκτησε διδακτορικό τίτλο, με την διατριβή του… … Dictionary of Greek
Μπάρνεϊ, Τσαρλς — (Charles Burney, Σρούσμπερι 1726 – Τσέλσι 1814). Άγγλος μουσικός. Ασχολήθηκε διαδοχικά με τη μουσική πρακτική (υπήρξε σολίστ του οργάνου, του κλαβεσέν, του βιολιού και της βιόλας), τη σύνθεση και κατόπιν την ιστορία της μουσικής. Το 1769… … Dictionary of Greek